κράμβος

κράμβος
(I)
κράμβος, -η, -ον (Α)
1. ξηρός
2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h)- «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν -α- αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η λ. είναι σχηματισμένη κατά τα κλαμβός, σκαμβός. Η διαφορά τού τονισμού, ωστόσο, επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αρχικός τ. ήταν κάποιο ουδ. ουσ. *κράμβος (διάφορο τού κράμβος [II]). Συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. (h)rimfan «ζαρώνω».
ΠΑΡ. αρχ. κραμβαλέος, κραμβωτόν, κραμβώ].
————————
(II)
κράμβος, ὁ (Α)
νόσος τών φρούτων και τών καρπών, εξαιτίας τής οποίας αυτά ζαρώνουν και ξηραίνονται προτού ωριμάσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού κράμβος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κράμβος — loud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβότατον — κράμβος loud masc acc superl sg κράμβος loud neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβων — κράμβος loud fem gen pl κράμβος loud masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτου — κράμβος loud masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτῳ — κράμβος loud masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβας — κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem acc pl κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem gen sg (doric aeolic) κράμβᾱς , κράμβος loud fem acc pl κράμβᾱς , κράμβος loud fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] …   Dictionary of Greek

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κράμβωτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος τὸ ζῴον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβος + κατάλ. ωτόν, ουδ. τής ωτός (πρβλ. αμυλιδ ωτόν, παρακανδ ωτόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”