κράμβος — loud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβότατον — κράμβος loud masc acc superl sg κράμβος loud neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβων — κράμβος loud fem gen pl κράμβος loud masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβοτάτου — κράμβος loud masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβοτάτῳ — κράμβος loud masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβας — κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem acc pl κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem gen sg (doric aeolic) κράμβᾱς , κράμβος loud fem acc pl κράμβᾱς , κράμβος loud fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] … Dictionary of Greek
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κράμβωτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος τὸ ζῴον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβος + κατάλ. ωτόν, ουδ. τής ωτός (πρβλ. αμυλιδ ωτόν, παρακανδ ωτόν)] … Dictionary of Greek